δυσθεράπευτος

δυσθεράπευτος
-η, -ο
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται: Η ασθένειά του είναι δυσθεράπευτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυσθεράπευτος — hard to cure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθεράπευτος — η, ο (AM δυσθεράπευτος, ον) αυτός που δύσκολα θεραπεύεται …   Dictionary of Greek

  • δυσθεραπευτότερον — δυσθεράπευτος hard to cure adverbial comp δυσθεράπευτος hard to cure masc acc comp sg δυσθεράπευτος hard to cure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθεραπεύτως — δυσθεράπευτος hard to cure adverbial δυσθεράπευτος hard to cure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθεράπευτον — δυσθεράπευτος hard to cure masc/fem acc sg δυσθεράπευτος hard to cure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθεραπευτότεροι — δυσθεράπευτος hard to cure masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθεραπεύτοις — δυσθεράπευτος hard to cure masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθεραπεύτου — δυσθεράπευτος hard to cure masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθεραπεύτους — δυσθεράπευτος hard to cure masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθεραπεύτων — δυσθεράπευτος hard to cure masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”